«Αἶνος τῷ Θεῷ ἐκ χοϊκῶν χειλέων προσάδεται, ἐπί τῇ θεία μνήμῃ σου Προκόπιε, σύ γάρ ὢφθης ἀκραιφνής στρατιώτα τοῦ λόγου τῆς πίστεως». Στίς 8 Ἰουλίου ἐορτάζουμε τήν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου. Μέ πολλή χαρά ψάλλουμε μέ τά χοϊκά μας χείλη, ὓμνους εὐχαριστίας καί δοξολογίας στό Θεό, γιατί ἓνα τέτοιο πολύαθλο μάρτυρα καί γενναῖο ὁμολογητή τῆς πίστεως ἀνέδειξε στήν Ἁγία Του καί αἱματόβαφτη Ἐκκλησία.
Δεύτερος Παῦλος, χωρίς ὑπερβολή, μπορεῖ νά ὁνομαστεῖ ὁ Ἃγιος Προκόπιος, γιατί πολλά ἒχει τά κοινά, καί ὃπως καί ἐκεῖνος δέν γεννήθηκε χριστιανός. Ἡ εἰδωλολάτρισσα μητέρα του, Θεοδοσία, τόν κρατοῦσε στήν εἰδωλολατρεία, παρά τό ὃτι ὁ πατέρας του, ὁ Χριστόφορος, ἦταν Χριστιανός. Ἀργότερα μέ ἐνέργειες τῆς μητέρας του, διωρίστηκε ἀπό τόν Διοκλητιανό, διοικητής τῆς Ἀλεξάνδρειας καί ἀπεστάλη ἐκεῖ, μέ ἐντολή νά καταδιώξει καί νά βασανίσει τούς Χριστιανούς. Ἀλλά ὃτι συνέβη μέ τόν Σαῦλο, ὃταν βάδιζε στήν Δαμασκό γιά νά φέρει ἀπό ἐκεῖ δεμένους τούς Χριστιανούς στά Ἱεροσόλυμα, τό ἲδιο ἒγινε καί ἐδῶ μέ τόν νεαρό ἀξιωματικό Προκόπιο, πού τότε σάν εἰδωλολάτρης, ἒφερε τό ὂνομα Νεανίας.
Δέν πρόφθασε νά φθάσει στήν Ἀλεξάνδρεια, μᾶς λέει ὁ Συμεών ὁ μεταφραστής, καί «ἐξαίφνης κατά τήν ὁδόν, ἀστραπῶν καί βροντῶν γενομένων, φωνῆς ἢκουσεν οὐρανόθεν, καλούσης τε αὐτόν ἐξ ὀνόματος Νεανίαν.... ὃτι θεομαχήσων πορεύεις κατά τῶν Χριστιανῶν».
Καί καθώς ἦταν φυσικό, ὃπως ὁ Παύλος, ἒτσι καί ὁ Νεανίας μετανοεῖ καί τήν κατά τῶν Χριστιανῶν πορεία τήν μεταβάλλει σέ ἱεραποστολική περιοδεία καί τήν θεομαχεία σέ θοσέβεια καί συνεχῆ λατρεία καί τήν κατά τῶν Χριστιανῶν πορεία σέ προσωπική μεταστροφή καί σωτηρία. Καί ἐν συνεχείᾳ, ὃπως τόν Παῦλο, πρῶτοι τόν ἐδίωξαν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ πρίν συνεργάτες του, ἒτσι καί τόν Νεανία-Προκόπιο, πρώτη τόν κατήγγειλε ἡ μητέρα του, ὃταν μετά ἀπό μία νίκη κατά τῶν Σαρακηνῶν, δέν θέλησε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ὅπως ἐκείνη τόν προέτρεπε. Σέ βασανιστήρια τόν ὑπέβαλε, ὁ ἡγεμόνας τῆς Καισαρείας Οὒλκιος, ἀπό τά ὁποῖα σῶος βγῆκε καί με τήν προσευχή του κατέστρεψε τά ἀγάλματα τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων. Καί ὅπως λέει ὁ Συμεών ὁ Μεταφραστής «τῇ τοῦ Κυρίου ἐπιστασίᾳ τῶν δεσμῶν ἐλύθη καί Προκόπιος ἐκλήθη». Ἐν συνεχείᾳ ὁ Φλαβιανός ξέσχισε καί ἔψησε σέ ἀναμμένα κάρβουνα τό Ἅγιο σῶμα τοῦ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρα. Φοῦρνο, τέλος, ἂναψαν γιά νά βάλουν μέσα τόν Μάρτυρα καί νά τόν κάψουν καί ἐπειδή ὁ Ἅγιος μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ τόν μετέβαλε ἀπό πεπυρωμένο σέ δροσερό καί ψυχρό, τόν θανάτωσαν μέ ξῖφος καί ἔτσι στεφανηφόρος ἀνέβηκε στούς οὐρανούς, στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπ' ὅπου πρεσβεύει γιά μᾶς, πού τιμοῦμε τήν μνήμη του.
Αὐτός ὑπῆρξε ὁ Μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Προκόπιος. Ἀλλά τί ἦταν ἐκεῖνο πού τοῦ ἒδωσε τόση δύναμη, ὢστε νά ἐπιτελέσει αὐτά τά θαυμαστά γεγονότα ὁ Ἃγιος Προκόπιος; Ἦταν ἡ θερμή πίστη στόν Πρωτομάρτυρα τοῦ Γολγοθᾶ. Στ' αὐτιά τοῦ Μεγαλομάρτυρα, ἠχοῦσαν τά θεῖα λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὃτι ἐάν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως ἐρεῖτε τῷ ὄρει τοῦτο, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ καί μεταβήσεται». Ἡ δύναμη τῆς πίστεως, καθιστᾶ τούς ἀγραμμάτους, σοφούς καί θεολόγους. Ἡ πίστη ὃμως δέν εἶναι γνώρισμα τῶν σοφῶν καί ὑπερηφάνων, ἀλλά τῶν ταπεινῶν καί «πτωχῶν τῷ πνεύματι» καί βγαίνει μέσα ἀπό τήν ἀγάπη, πού τρέφει ὁ ἂνθρωπος στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο. Εἲθε ν' ἀποκτήσουμε αὐτήν τήν πίστη καί τότε θά προκόψουμε στήν γνώση καί στήν ἀρετή, ὃπως πρόκοψε ὁ ἒνδοξος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος.