«Ἐγώ εἰμί σποδός καί γῆ», ἁμαρτωλός.
Στά χέρια ὃμως τά δικά Σου, γίνομαι θαυματουργός.
Γιατί τό χῶμα εἶναι ζημωμένο μέ τό δικό Σου πτύσμα,
ἀπό τήν ὣρα πού μοῦ ἒδωσες τό τῆς Ἱερωσύνης Χρίσμα.
Καί σ' ὃποια μάτια «ἂρρωστα», «τυφλά» μ' ἀλείψεις,
τό Φῶς τό Ἂκτιστο θά δοῦν, ἀρκεῖ νά γίνει νῆψις,
μ' ἁπλῆ καρδιά, στῆς Ἐκκλησιᾶς μας τοῦ Σιλωάμ τήν νέα κολυμβήθρα,
μέ δάκρυα τῆς μετανοίας, τά σωτήρια τά ρεῖθρα.
Δέν ἒχω λόγια ἂξια, νά Σέ εὐχαριστήσω,
δέν βρίσκω ὓμνους ταιριαστούς, νά Σέ δοξολογήσω,
πού διάλεξες τόν δούλο Σου, γιά ἒργα Ἱερατικά.
Ἐνώπιόν Σου ὃμως θέλω νά ὁμολογήσω ταπεινά.
«Σύ οἶδας» ὃτι ὃσο κι' ἂν χωρίς νά θέλω Σέ πικραίνω, «Σέ φιλῶ».
Θεέ καί Κύριε, συγχώρησόν μοι αὐτόν τόν λόγο τόν τρανό.
Ὁ Ἱερουργός