Ἡ λέξη «ἐλευθερία», ἀδελφοί μου, μᾶς μπερδεύει πολλές φορές, καί αὐτό γίνεται ἐνδεχομένως ἐξ αἰτίας τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας. Θέλω ἐλευθερία γιά νά κάνω τό θέλημα μου. Ἀλλά ἀδελφοί μου, στό «Πάτερ ἡμῶν» λέμε: «γενηθήτω τό θέλημά Σου». Ἐδῶ φαίνεται ὃτι ἡ ἐλευθερία δέν βρίσκεται στό θέλημά μου, ἀλλά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό θέλημά μου, συνήθως, εἶναι μιά ἐπιθυμία, μιά δέσμευση πρός κάτι. Ἐλευθερία ἒχω πρός πάσα κατεύθυνση. Ποιός ὃμως κινεῖ τά νήματα; Θέλω χρήματα; Τά χρήματα κινοῦν τό μυαλό καί τό σῶμα μου. Θέλω ἀπολαύσεις; Αὐτές κινοῦν τό μυαλό μου καί τό σῶμα μου. Στήν πραγματικότητα μέ ἐξουσιάζουν.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τό λέει πολύ ὡραῖα (στήν Α Κορ. στ΄ 12): «Πάντα μοι ἒξεστιν, ἀλλ' οὐκ ἐγώ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος».
Αὐτό μᾶς λέει ὃτι, ναί μέν, πρέπει νά φάω καί νά πιῶ, γιά νά ζήσω. Ὂχι ὃμως νά ζῶ, γιά νά τρώω καί νά πίνω. Στήν πρώτη περίπτωση ζῶ γιά τόν Θεό στήν δεύτερη γιά τό πάθος.
Ἂν ζῶ γιά τόν Θεό, μέ τήν ἒννοια ὃτι ζῶ γιατί τό θέλει ὁ Θεός, αὐτό δέν μέ βοηθάει πολύ στήν πνευματική ζωή μου. Βεβαίως τό νά ζῶ γιά νά ἀπολαμβάνω ἓνα κομματάκι τῆς δημιουργίας, αὐτό εἶναι ἀρνητικό στόν πνευματικό μας δρόμο. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς λέει: «οὐκ ἐλάτρευσαν τήν κτίσιν οἱ θεόφρονες, παρά τόν κτίσαντα». Αὐτό σημαίνει ὃτι ζῶ γιά τόν Θεό, μέ τήν ἒννοια, ὃτι ζῶ γιά νά βρῶ τόν Θεό καί νά τόν λατρεύσω.
Ὁ Χριστός μᾶς λέει στό Εὐαγγέλιό Του: «Ζητᾶτε πρῶτα τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί ὃλα τά ἂλλα (τά ἀπαραίτητα) θά προστεθοῦν σέ σᾶς.»
Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι ἐκεῖ πού βασιλεύει ὁ Χριστός ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλέων.
Ἀντιθέτως ἀδελφοί μου, στόν κόσμο μας αὐτόν, βασιλεύει ὁ διάβολος. Στό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός τόν ὀνομάζει Καίσαρα. Λέει: «Ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ εἰς τόν Θεόν.»
Μᾶς ἒδωσε ἐντολή νά μήν θησαυρίζουμε στήν γῆ ἀλλά στόν οὐρανό. Ἐμεῖς θέλουμε τήν κτίση καί ὂχι τόν κτίσαντα. Θέλουμε θέσεις μεγάλες καί μισθούς ὑψηλούς. Δυστυχῶς δέν ἐκτιμοῦμε τήν ἒντιμη φτώχεια. Νομίζουμε ὃτι ὁ πλούσιος εἶναι εὐτυχισμένος, ἐξ αἰτίας τῶν ἀγαθῶν πού ἀπολαμβάνει. Καί τόν φτωχό τόν θεωροῦμε δυστυχισμένο, γιατί τοῦ λείπουν τά ἀγαθά πού κατέχει ἓνας πλούσιος. Θέλουμε πλούτη ἒστω καί παράνομα. Τί ἐλευθερία ἐκφράζουμε ἀδελφοί μου, καί τί κόσμο, δηλαδή, τί κοινωνία, δημιουργοῦμε; Ἂν κατανοήσουμε ὃτι ἡ εὐτυχία δέν εἶναι ἐξωτερική κατάσταση ἀλλά ἐσωτερική, θά βοηθηθοῦμε νά φύγουμε ἀπό τήν παγίδα τοῦ πάθους τῆς φιλοχρηματίας καί ὃλων τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁ πλούσιος εἶναι συνήθως δυστυχισμένος καί ὁ φτωχός συνήθως εὐτυχισμένος. Ὁ φτωχός θά γίνει δυστυχισμένος ἂν ζηλέψει τόν πλούσιο. Καί αἰτία τῆς δυστυχίας δέν εἶναι ἡ φτώχια ἀλλά ἡ ζήλεια.
Μεγάλοι Πατέρες μᾶς λένε ὃτι ἡ ἒλλειψη ἀγαθῶν δέν φέρνει τόσο πολύ τήν δυστυχία ὃσο τό πλεόνασμα αὐτῶν.
Σήμερα παρανομοῦμε νόμιμα! Ποιός ἒχει τήν πλήρη ἐξουσία; Ὁ διάβολος φυσικά. «Κοίταξε», τοῦ εἶπε τοῦ Χριστοῦ στήν ἒρημο, «ὃλα τά βασίλεια τῆς γῆς καί τήν δόξα τους. Ὃλα μοῦ ἀνήκουν καί μπορῶ νά στά δώσω, ἀρκεῖ μόνο νά μέ προσκυνήσεις.» (Λουκ. Δ΄ 5-7). Γιά νά λάβη καί τήν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ: «Ὓπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ. Γέγραπται γάρ: Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί Αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις».
Παράνομοι ἂνθρωποι κατασκευάζουν νόμους, γιά νά ληστέψουν νόμιμα τόν λαό. Καί οἱ κάτοικοι τῆς πατρίδας αὐτῆς πρέπει νά συμμορφωθοῦν.
Ὁ Χριστός ἀδελφοί μου δέν εἶχε πάθη καί ἐπιθυμίες ὑλικές. Τό εἶπε: «Ἒρχεται ὁ ἂρχων τοῦ κόσμου τούτου καί δέν θέλει εὒρει οὐδέν ἐν Ἐμοί». «Ἡ τροφή μου εἶναι νά κάνω τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.» Βλέπουμε καθαρά ἀδελφοί μου, τόσο τήν ἐλευθερία μας ὃσο καί τήν αἰχμαλωσία μας. Πόση δέσμευση ἒχουμε μέ τόν διάβολο καί πόσο «ἐλεύθεροι» εἲμαστε ἀπό τόν Θεό.
Ὁ Μέγας Ἀπόστολος Παῦλος ἒλεγε: «μιμηταί μου γίνεσθε». Δέν ἒλεγε τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά συμπλήρωνε: «ὃπως καί ἐγώ τοῦ Χριστοῦ». Καί γιατί δέν ἒλεγε κατευθείαν τοῦ Χριστοῦ; Γιατί ὁ κόσμος ἒβλεπε αὐτόν στήν θέση τοῦ Χριστοῦ. Ἓναν ἂνθρωπο ἐλεύθερο ἀπό πάθη, ἐλεύθερο ἀπό κακίες, ἐλεύθερο ἀπό ὃτιδήποτε ἀνήκει στόν ἂρχοντα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἂς γίνουμε μιμηταί του.