Δέν πρόλαβαν νά ἡσυχάσουν οἱ ταλαίπωροι.Τρία χρόνια τούς θέριζε ὁ φθόνος. Τρία χρόνια ἔβλεπαν τά πλήθη νά κρέμονται ἀπό τά χείλη τοῦ Ναζαρινοῦ Διδασκάλου. Τρία χρόνια προσπαθούσαν νά συκοφαντήσουν τό ἔργο Του. καί τώρα, φεύγουν ἀπ' τόν Γολγοθά, μέ τήν ἰδέα πώς κατόρθωσαν ἐπί τέλους νά κλείσουν μιά γιά πάντα τό στόμα τοῦ ἰσχυροῦ λαοπλάνου.
Καί νεκρόν ὅμως Τόν φοβοῦνται. Κάτι εἶχε πεῖ Ἐκεῖνος γιά Ἀνάσταση. Μερικές σφραγίδες, λοιπόν, στήν θύρα τοῦ τάφου καί μιά γερή φρουρά, ἦταν ὅτι χρειαζότανε, γιά νά ἠσυχάσουν!
«Μωροί καί τυφλοί!» Ποιός μπόρεσε ποτέ νά σκοτίσει τόν ἥλιο; Κι' ἄν τά δημιουργήματα δέν μποροῦν νά σκοτίσουν ἀνθρώπινες προσπάθειες, πῶς τόν Δημιουργό τοῦ φωτός θά σβήσετε στό σκοτάδι τοῦ τάφου; Πῶς τόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς, θά κρατήσετε στά μνήματα; Μάτην φυλάττεις τόν τάφο κουστωδία, «οὐ γάρ καθέξει τύμβος Αὐτοζωίαν».
Ὦ! Πόσο γελάστηκαν καί ἐκεῖ στόν Γολγοθά! Ἐκεῖ στήν πάλη Ζωῆς καί θανάτου, φάνηκε ὅτι νίκησε ὁ θάνατος. Ὑπερίσχυσε ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Ἐθριάμβευσε ἡ ἀδικία, ὁ φθόνος, ἡ συκοφαντία, ἡ προδοσία.
Κι' αὐτοί ἀκόμα οἱ ἐνθουσιώδεις μαθητές Του, σκανδαλίζονται. Ὁ Πέτρος Τόν ἀρνεῖται. Οἱ λοιποί, τρομοκρατημένοι, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» Τόν ἐγκαταλείπουν μέ ἀπογοήτευση καί κρύβονται. Ἄλλοι, περίλυποι, φεύγουν στά χωριά τους γιά ν' ἀρχίσουν τό βιοποριστικό τους ἔργο, μετά τήν διάψευση τῶν ἐλπίδων τους.
Πάνω στίς θλιμμένες αὐτές ψυχές ἀκτινοβόλησε ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Σάν ἀστραπή ἔρχεται νά φωτίσει τίς ψυχές τους, τό χαρμόσυνο μήνυμα: «Ἠγέρθη ὁ Κύριος». Τά δάκρυα τῆς θλίψεως στά μάτια τῶν Μυροφόρων διαδέχονται τά θερμά δάκρυα τῆς χαρᾶς, καθώς παίρνουν, πρῶτες αὐτές, τό χαρμόσυνο μήνυμα, ἀπ' τό στόμα τοῦ Ἀγγέλου: «Ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν Αὐτόν». Βλέπουν τόν Ἀναστάντα Χριστόν. Καί μεταδίδουν μέ χαρά ἀνείπωτη καί ἐνθουσιασμό Ἱερό τήν συγκλονιστική εἴδηση: «Ἑωράκαμεν τόν Κύριον». Μιά χαρά ἐξαίσια πλημμυρίζει τίς ψυχές τῶν Ἀποστόλων. Χαρά, τήν ὁποίαν εἶχε ὑποσχεθεῖ σέ στιγμές ἀγωνίας, τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ὁ Θεῖος Διδάσκαλος. «Πάλιν ἐλεύσομαι πρός ὑμᾶς καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ' ὑμῶν». Ἡ χαρά αυτή τούς δίνει φτερά. Τούς δίνει δύναμη, τούς δίνει θάρρος, νά κηρύξουν τήν Ἀνάσταση σέ ἐχθρούς και φίλους. Καί σ' αὐτούς ἀκόμα πού σταύρωσαν τόν γλυκύτατό τους Διδάσκαλο καί πού ἦταν καί τώρα ἕτοιμοι νά σταυρώσουν καί τούς ἴδιους τούς Μαθητές Του, πού ἐκήρυτταν ὁλοφάνερα τήν Ανάστασή Του.
Τό «Χριστός Ἀνέστη» σάν ἑόρτιο χαιρετισμό ἀπευθύνει καί σήμερα στά τέκνα της ἡ Ἐκκλησία. Σάν χαιρετισμό, ἀλλά καί σάν ἐγερτήριο ξύπνημα, γιά μιά νέα ζωή. Γιατί Πάσχα, σημαίνει πέρασμα ἀπ' τήν σκλαβιά στήν ἐλευθερία. Μέ τήν γιορτή αὐτή, οἱ Ἰσραηλίτες γιόρταζαν τήν ἀπελευθέρωσή τους ἀπ' τούς Αἰγυπτίους. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἑορτάζουμε τήν ἀπελευθέρωσή μας ἀπ' τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Γιά μᾶς, Πάσχα εἶναι, ἡ ἐν Χριστῷ Σωτηρία. Ἡ μεταφορά μας, ἀπ' τόν θάνατο στήν Ζωή καί ἐκ τῆς γῆς πρός τήν οὐράνια Βασιλεία. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά γίνει καί δική μας, ψυχική ἀνάσταση.
Τώρα πού: «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἄδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιωτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν», εἶναι ἀνάγκη νά σπάσουμε τήν ταφόπετρα, πού σκεπάζει τήν ψυχή μας, καί μέ τήν δύναμη τοῦ νικητοῦ τοῦ θανάτου, νά ἀφήσουμε τούς βρωμερούς τάφους τῆς ἁμαρτίας, «ἵνα ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». Νά λάβουμε «φῶς ἐκ τοῦ Ἀνεσπέρου Φωτός». Νά φωτίσουμε τίς ψυχές μας, μέ τό φῶς τῆς πίστης καί τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, στόν καινούριο δρόμο τῆς ζωῆς μας.
Καί τότε θά νοιώσουμε τήν χαρά τῆς ἀναστημένης ψυχῆς μας, νά φωτίζει τό εἶναι μας καί νά ψάλλει ὁλόγλυκα στό δρόμο τῆς ζωῆς μας: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί ἡ γῆ καί τά καταχθόνια».
Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί μου.
Ἀληθῶς Ἀνέστη.