Σαράντα ἡμέρες εἶχαν κοντά τους τόν Χριστό. Ἡ Ἀνάστασή Του εἶχε διαλύσει τά βαρειά σύννεφα τῆς λύπης, πού πίεζαν τά στήθη τους, ἒπειτα ἀπό τό φριχτό κι' ἀπροσδόκητο, γι'αὐτούς γεγονός τῆς Σταύρωσης.
Τώρα ζοῦν στήν ἀπέραντη χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ἒχουν τώρα μαζί τους τόν νικητή τοῦ θανάτου. Αἰσθάνονται τόν θρίαμβό Του σάν δικό τους θρίαμβο. Δέν μπορεῖ ἀλήθεια, να συλλάβει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου τό ψυχικό περιεχόμενο τῶν ἁπλῶν αὐτῶν ἀνθρώπων. Δέν ἦταν μικρό καί φυσικό πρᾶγμα νά ἒχουν κοντά τους Ἐκεῖνον πού νίκησε τόν θάνατο. Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψει τά συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν πού ἒβλεπαν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ νά συναναστρέφεται μαζί τους; Ἒρχονται στιγμές πού ζοῦν μιά ὑπερκόσμια ζωή κοντά σ' Ἐκεῖνον. Τρία χρόνια ἒζησαν μαζί Του, πρίν ἀπ' τήν σταύρωση. Τόν πίστευσαν καί τόν ὡμολόγησαν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, συνήθισαν ὃμως νά τόν βλέπουν περισσότερο σάν ἂνθρωπο, σάν φίλο, σάν διδάσκαλο. Τώρα μετά τήν ἀνάσταση, πάλι σάν ἂνθρωπο Τόν ἒχουν μπροστά τους, κι' ὃμως Τόν νοιώθουν περισσότερο Θεό. Τώρα πιά καί οἱ ἂπιστοι ἒχουν ἁπτές ἀποδείξεις τῆς Θεότητός Του. Τώρα δέν εἶναι ὁ φτωχός ξυλουργός τῆς Ναζαρέτ, δέν εἶναι ὁ καταδιωκόμενος Διδάσκαλος, εἶναι ὁ θριαμβευτής, εἶναι δεδοξασμένος, εἶναι ὁ Θεός. Ἒρχονται στιγμές πού καί οἱ ἲδιοι λυγίζουν μπροστά στό θεῖο μυστήριο τῆς ἐπί γῆς παρουσίας, της σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ζοῦν ἀνάμεσα σέ μιά ἀνείπωτη χαρά καί σ' ἓνα ἱερό δέος. Τόν βλέπουν νά εἶναι κοντά τους νά συνομιλεῖ νά ζητᾶ τροφή, νά τούς δείχνει πληγές τοῦ σταυροῦ, νά τούς εὐλογεῖ καί νά τούς δίνει θάρρος. Κι' αὐτοί αἰσθάνονται ἓνα ἱερό σεβασμό. Μέ δισταγμό Τόν πλησιάζουν. Αἰσθάνονται τήν ἀπόσταση πού χωρίζει τόν Θεό ἀπ' τόν ἂνθρωπο.
Ἂλλοι ἀπ' αὐτούς, οἱ πιό θαρρετοί, ἒρχονται κοντά Του καί Τόν προσκυνοῦν, ἐνῶ ἂλλοι διστάζουν καί νά τόν ἰδοῦν κατάματα. Εἶχαν ἒλθει στό ὂρος τῆς Γαλιλαίας, ὃπως παρήγγειλε ὁ Κύριος, καί «ἰδόντες αὐτόν προσεκύνησαν Αὐτόν, οἱ δέ ἐδίστασαν». Παρ' ὃλον ὃμως τόν δισταγμό, μιά χαρά πλημμυρίζει τίς ψυχές τους. Εἶναι ἡ χαρά εκείνου, πού νοιώθει τόν ἑαυτό του κοντά στον Χριστό καί στή σωτηρία. Εἶναι χαρά τήν ὁποία εἶχε ὑποσχεθεί ὁ ἲδιος ὁ Διδάσκαλος στούς μαθητές Του, τήν φριχτή νύχτα τῆς προδοσίας. Ὃταν τούς εἶδε νά δακρύζουν, τούς ἒδωσε τότε παρήγορη διαβεβαίωση: «πάλιν ὂψομαι ὑμᾶς καί χαρίσεται ὑμῶν ἡ καρδία καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἲρει ἀφ'ὑμῶν». Αὐτή τήν χαρά αἰασθάνονται. Γνωρίζουν ὃτι θά τούς ἀφήσει καί πάλι ὁ Κύριος γιά νά καθήσει πιά Βασιλεύς, στόν ἐπουράνιο θρόνο Του. Αὐτό ὃμως δέν τούς θλίβει. Γνωρίζουν ὃτι δέν μπορεί νά μείνει ὁ Θεός γιά πάντα στή γῆ, ἀλλ' ὁ ἂνθρωπος πρέπει ν'ανεβεῖ στούς Οὐρανούς. Γι'αὐτό καί ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου γίνεται ἀφορμή νέας χαρᾶς στούς Ἀποστόλους.
Εἶχαν περάσει σαράντα ἡμέρες ἀπό τήν Ἀνάσταση. Οἱ μαθητές βρίσκονται στό ὂρος τῆς Γαλιλαίας, σύμφωνα μέ τήν παραγγελία τοῦ Κυρίου. Κοντά στούς μαθητές ἀκολούθησαν καί ἂλλοι, πού εἶχαν ἀποτελέσει τήν πρώτη ὁμάδα τῶν Πιστῶν. Κι' ἀνάμεσα σ' αὐτούς σάν ἣλιος ἡ μορφή τοῦ Σωτῆρος. Τά λόγια Του συγκλονίζουν ψυχές. Φέρνουν ρίγη θριάμβου σ' ἐκείνους πού Τόν ἀγάπησαν.
Τόν γνώρισαν καταδιωκόμενο. Τώρα Τόν ἀκοῦνε νά λέει: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῶ καί ἐπί γῆς». Ὁμιλεῖ πλέον ὡς Λυτρωτής. Ὁμιλεῖ ὡς Θεός πού ἐξασφάλισε τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καί δίνει τώρα τήν μεγάλη ἐντολή στούς συνεχιστές τοῦ ἒργου Του: «Πορευθέντες, λέει, μαθητεύσατε πάντα τά ἒθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὂνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἀγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὃσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Μέσα στίς λίγες αὐτές λέξεις βρίσκεται ἡ σωτηρία. Στήν πίστη στόν Θεό καί στήν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν Του. Εὐτυχισμένες οἱ ψυχές πού θἂχουν τήν δύναμη νά βαδίσουν στά ἲχνη τοῦ Χριστοῦ. Σάν ἐπιβράβευση θἂχουν τό φῶς, τήν παρηγοριά τήν ἐλπίδα, τήν χαρά, τήν δύναμη τῆς πίστης. Θἂχουν τόν Χριστό κοντά τους καί θά βρίσκουν τήν χαρά καί τήν ἐλπίδα στά λόγια Του: «Ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».
Ὓψωσε τά χέρια Του καί τούς εὐλόγησε. Θεῖο φῶς κύκλωσε τήν ἁγία Του μορφή. Φωτεινό σύννεφο, σάν ἃρμα ἀνάλαφρο, Τόν ὕψωσε στούς Οὐρανούς, ἐνῶ τά ἃγια χέρια Του εὐλογοῦσαν ἀκόμα αὐτούς πού τόν ἀγάπησαν, καί μέ τά μάτια Του, ἀγκάλιαζε μέ ἀγάπη τά πλάσματά Του στή γῆ, καί θερμή προσευχή ψέλιζαν τά χείλη Του: νά δεχθοῦν οἱ ψυχές τήν λύτρωση, καί νά γίνουν ἂξιες νά Τόν ἀκολουθήσουν, στήν ἂνοδό Του ἀπό τά γήϊνα στά Οὐράνια.
Κι' ἂν ἒφυγε ἀπό κοντά τους, κι' ἂν βρίσκεται σήμερα στούς οὐρανούς, ὃμως ἡ χάρη Του εἶναι κοντά μας, μέσα στήν ψυχή μας τήν ἲδια – πάσας τάς ἡμέρας – καί ὂχι μόνο τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἀλλά μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.
Ὦ ναί. Βρίσκεται κοντά, μέσα στίς ψυχές ἐκεῖνες πού τόν ἀγάπησαν. Στίς ψυχές ἐκεῖνες πού φωτίζονται ἀπό τό φῶς τοῦ εὐαγγελίου Του, καί βαδίζουν μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Βρίσκεται μέσα στίς ψυχές ἐκεῖνες πού μέ τήν προσευχή, μέ τήν Θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ αἵματος Του, συνδέονται μαζί Του καί παίρνουν δύναμη γιά τόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς. Ναί πρός αὐτούς δέν παύει νά ἀπευθύνει τά ὡραῖα καί παρήγορα λόγια: «Ἐγώ εἰμί μεθ'ὑμῶν πάσας τάς ἡμέρας, μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.».